μενουέτο

μενουέτο
(menuet). Παλιός γαλλικός χορός σε ρυθμό 3/4, που προέρχεται από το Πουατού και έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή του την εποχή του Λουδοβίκου ΙΔ’ (17oς αι.). Στο έργο του Λεξικό της μουσικής (Dictionnaire de musique), ο συνθέτης και βιογράφος Σεμπαστιάν Μποσάρ (1655-1730) βεβαιώνει ότι ο όρος μ. αρχικά σήμαινε μικρό βήμα (pas menu). Αντίθετα από προγενέστερους χορούς, το μ. χορευόταν με μικρά βήματα σε τρεις χρόνους και με τρόπο που απέκλειε κάθε βίαιη κίνηση. Σύμφωνα με τη Γαλλίδα μουσικολόγο Μισέλ Μπρενέ (1858–1918), δεν επρόκειτο παρά για μία από τις παραλλαγές της branle a mener (χορός του Πουατού)· ειδικότερα, η ονομασία του μ. θα σχηματιζόταν από το mener. Δείγματα τέτοιου χορού εμφανίζονται για πρώτη φορά στις όπερες του Ζαν Μπατιστ Λιλί. Το μ., όσον αφορά τη συμφωνική μουσική, αποτέλεσε μέρος της σουίτας και αργότερα τρίτο μέρος της συμφωνίας (αυτή η τοποθέτηση εγκαινιάστηκε από τον Γιόχαν Στάμιτς). Διαδοχικά, το μ. πέρασε στη σονάτα (Στάμιτς και Χάιντν) και τέλος ο Μπετόβεν του έδωσε τον χαρακτήρα του σκέρτσο. Στη μακρά εξελικτική πορεία του, ο τρόπος εκτέλεσης του μ. έγινε βαθμιαία πιο γρήγορος. «Μενουέτο σε έπαυλη», τοιχογραφία του Τιέπολο.
* * *
το
1. παλαιός γαλλικός χορός σε τριμερές μέτρο και σε μέτρια ώς γοργή αγωγή, ο οποίος διατηρήθηκε στις όπερες και στα μπαλέτα
2. μουσική σύνθεση με τον χαρακτήρα τού ομώνυμου χορού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. minuetto < γαλλ. menuet, υποκορ. τού menu «μικρός» < λατ. minutus «μικρός», λεπτός», λόγω τών μικρών βημάτων τού χορού].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μινουέτο — το το μενουέτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. minuetto (βλ. μενουέτο)] …   Dictionary of Greek

  • σκέρτσο — (Μουσ.). Όρος, που στην αρχή σήμαινε κάποια ζωηρότητα στην εκτέλεση («scherzando») και κατόπιν (ήδη από το 17o αι.) ένα είδος σύνθεσης, ακόμα και φωνητικής, που απαιτεί δεξιοτεχνία, σχεδόν ανάλογη με το καπρίτσιο. Στη μουσική δωματίου (κυρίως στη …   Dictionary of Greek

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

  • Μποκερίνι, Λουίτζι — (Luigi Boccherini, Λούκα 1743 – Μαδρίτη 1805). Ιταλός συνθέτης. Γιος ενός κοντραμπασίστα, άρχισε να μελετά μουσική πολύ νωρίς· υπήρξε μαθητής του αβά Βανούτσι και σε ηλικία δεκατριών ετών ήταν ήδη δεξιοτέχνης του βιολοντσέλου. Το 1754 πήγε για να …   Dictionary of Greek

  • Παντερέφσκι, Iγκνάτσι Γιαν — (Paderewski Ignacy Jan, Κουριλόφκα, Ποντόλια 1860 – Νέα Υόρκη 1941). Πολωνός πιανίστας, συνθέτης και πολιτικός. Τελοιοποίησε τις σπουδές του στο Ωδείο της Βαρσοβίας, του οποίου το 1909 ανέλαβε τη διεύθυνση, ενώ ήδη από το 1878 ήταν καθηγητής του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”